- χειρόνιβον
- χειρό-νῐβον, τό, = sq., Epich.79 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρόνιβον — τὸ, Α το χειρόνιπτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χειρόνιπτρον σχηματισμένος < χειρ(ο) * + νιβον (< νίβω, άλλο τ. τού νίπτω)] … Dictionary of Greek
χειρόνιβα — χειρόνιβον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)